- μελίσκιον
- μελίσκιον, τό, Dim. of μέλος B, Alcm.65 (-ίσκον codd. A.D.), Antiph.207.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελίσκιον — μελίσκιον, τὸ (Α) [μέλος] (υποκορ. τού μέλος) μικρό μέλος, ασμάτιο, τραγουδάκι … Dictionary of Greek
μελίσκιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek